ΚΟΣΜΟΣ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ - 22/11/2024 - 6:00 μμ
Κύπρος: Μαθήματα συμπεριληπτικότητας στα Πανεπιστήμια – Τέλος η «γεροντοκόρη» και το «πατρικό σπίτι»
Ο οδηγός περιέχει παραδείγματα για το πώς θα αποφεύγεται η χρήση σεξιστικής γλώσσας – Προτείνεται, μεταξύ άλλων, ο όρος «από μηχανής Θεά»
Οι Ελληνες έχουμε μία και μόνη λέξη για να συμβολίσουμε την ασφάλεια και τη σιγουριά που αποπνέει το να ζούμε σε ιδιόκτητη κατοικία: το «κεραμίδι».
Αυτή η συμβολική λέξη, προστασία και συναίσθημα μαζί, οδήγησε τα βήματα και καθόρισε τις προτεραιότητες για γενιές ολόκληρες, από τη μεταπολεμική Ελλάδα μέχρι και βαθιά μετά τη Μεταπολίτευση. Η χαρακτηριστική φράση «να βάλω ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου» έκανε τα σπίτια των Ελλήνων ένα είδος φετίχ, μια μαζική τάση, με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Αυτή η παγιωμένη, σε μορφή στερεότυπου, τάση εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια όχι μόνο να υποχωρεί, αλλά ουσιαστικά να αποσυντίθεται. Σύμφωνα με έρευνα της Metron Analysis, η οποία παρουσιάστηκε πριν από λίγους μήνες στο Hellenic Public Property Conference, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα έχει πέσει στο 61%.
Μια διαφοροποίηση μάλλον βίαιη χρονικά, αν αναλογιστεί κανείς ότι το 2005, μόλις πριν από 20 χρόνια δηλαδή, το αντίστοιχο ποσοστό στη χώρα μας είχε χτυπήσει το ιστορικό του υψηλό 84,6%. Ακόμα και στις σκληρές εποχές της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων (2011-12), το ποσοστό ιδιοκατοίκησης βρισκόταν στο 73%. Ο αριθμός που καταγράφεται τώρα κατατάσσει την Ελλάδα κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ιδιοκατοίκησης, κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν.
Αν, μάλιστα, ανατρέξει κάποιος και στα επιμέρους στοιχεία της έρευνας, θα διαπιστώσει ένα ηλικιακό χάσμα. Οι άνω των 50 συνεχίζουν να προτιμούν την ιδιοκατοίκηση σε ποσοστό πολύ υψηλό (75%), ενώ την ίδια στιγμή μόνο το 30% των νέων αποφασίζει να μείνει στο δικό του σπίτι και οι υπόλοιποι στρέφονται προς την ενοικίαση.
Τι συμβαίνει, λοιπόν; Εγκαταλείπουν μαζικά οι Ελληνες το «κεραμίδι»; Αλλάζουν οι προτεραιότητές τους όσον αφορά το πώς σκέφτονται τη ζωή τους; Αποκαθηλώνουν έννοιες που κάποτε θεωρούνταν ιερές, όπως το πατρικό σπίτι που πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια; Δεν θέλουν να αγοράσουν το σπίτι που θα μείνουν ή κυρίως δεν μπορούν να το κάνουν για λόγους που έχουν σχέση με το πορτοφόλι τους; Η εξήγηση δεν είναι, προφανώς, ούτε απλή ούτε μονοδιάστατη.
Για τις οικονομικές δυσκολίες κυρίως των νέων να αποκτήσουν τα εισοδήματα που μπορούν να στηρίξουν μια αυτόνομη πορεία, ένα σπιτικό και μια οικογένεια, τα ρεπορτάζ είναι καθημερινά. Αυτή η στροφή, όμως, του κόσμου στην ενοικίαση κρύβει και μια γενικότερη τάση, που έχει να κάνει με την εν γένει κινητικότητα και μια απουσία δέσμευσης με συγκεκριμένους χώρους και τόπους.
Η λεγόμενη Generation Rent, με λίγα λόγια, δεν νοικιάζει σπίτια επειδή δεν μπορεί να τα αγοράσει, αλλά κι επειδή επιθυμεί να κινείται κάθε τόσο σε χώρο και σε περιβάλλον που ταιριάζουν στις εκάστοτε συνθήκες ζωής της. «Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο πλέον ένας νέος άνθρωπος να αλλάξει αρκετά σπίτια προτού καταλήξει στο ιδιόκτητο δικό του», εξηγεί ο κ. Αντώνης Μαρκόπουλος, ιδρυτής της Prosperty (online πλατφόρμα real estate).
«Καθώς οι ανάγκες για τους περισσότερους μεταβάλλονται πολύ συχνά πλέον, η ευκαμψία στην αλλαγή κατοικίας είναι κάτι σχεδόν επιβεβλημένο από τον τρόπο ζωής. Κάποιος επιθυμεί, π.χ., να ζήσει για δύο χρόνια στο κέντρο της πόλης, μετά για τρία χρόνια στα βόρεια προάστια, μετά θέλει να βρίσκεται πιο κοντά στην εργασία του, μετά επιθυμεί τη συμβίωση με τη σχέση του. Τα κριτήρια είναι πολλά και δεν έχουν πάντα σχέση με το ύψος του ενοικίου. Ο Ελληνας σκέφτεται πια την ιδιοκατοίκηση μόλις αποκτήσει οικογένεια. Μάλλον, ακριβέστερα, όταν θα έρθει στην οικογένειά του το πρώτο του παιδί».
Ο δικηγόρος και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ) Στράτος Παραδιάς βάζει μία ακόμα παράμετρο στο τραπέζι. «Το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα μειώνεται και από επιλογή, αλλά και από ανάγκη. Αντίστοιχα έχει μεγαλώσει αισθητά το ποσοστό εκείνων που, παρότι κατέχουν ιδιόκτητο ακίνητο και θεωρητικά θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν ως πρώτη κατοικία, δεν το κάνουν για μια σειρά από λόγους.
Το ιδιόκτητο σπίτι δεν καλύπτει πλέον τις ανάγκες τους σε εμβαδόν, δεν τους βολεύει στη δουλειά τους, ενδεχομένως να βολεύει την καθημερινότητά τους με άλλον τρόπο – π.χ., να είναι κοντά στους γονείς ή στα πεθερικά που κρατούν τα παιδιά. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο έχει αυξηθεί το φαινόμενο της διπλής ενοικίασης. Κάποιος νοικιάζει το ιδιόκτητο ακίνητό του και με τα χρήματα που κερδίζει χρηματοδοτεί το δικό του ενοίκιο, που συνήθως είναι μεγαλύτερο».
Αυτό εξηγεί και την αύξηση των τιμών των ακινήτων τα τελευταία χρόνια. «Είναι δεδομένο ότι οι ζητούμενες τιμές έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ενώ η ζήτηση παραμένει υψηλότερη από την προσφορά», επισημαίνει ο κ. Δημήτρης Μελαχροινός, ιδιοκτήτης και CEO της διαδικτυακής πλατφόρμας αγοραπωλησίας ακινήτων spitogatos.gr. «Η ζήτηση από τους Ελληνες χρήστες μας παραμένει αμείωτη το 2024 σε σχέση με το 2023, ενώ και τα σχετικά αιτήματα ενδιαφέροντος κινούνται σε αντίστοιχα υψηλά επίπεδα.
Προγράμματα όπως το “Σπίτι μου’’ είχαν επηρεάσει πολύ θετικά τη ζήτηση του 2023, κυρίως το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του έτους, κάτι που οδήγησε με τη σειρά του και σε αύξηση των ζητούμενων τιμών. Αυτή η αυξημένη ζήτηση αποτελεί ένδειξη του ότι ο κόσμος εξακολουθεί έντονα να αναζητά ευκαιρίες ή νέους τρόπους με τους οποίους μπορεί να αποκτήσει ακίνητα. Το πρόγραμμα “Σπίτι μου 2’’ αναμένεται επίσης να επηρεάσει τη ζήτηση για κατοικίες προς πώληση που πληρούν τα κριτήρια ».
Τα στεγαστικά δάνεια
Επί πολλά χρόνια ο τρόπος για να αποκτήσουν οι περισσότεροι το δικό τους κεραμίδι ήταν δεδομένος: μια βόλτα από την τράπεζα και ένα στεγαστικό δάνειο. Το 2005, το έτος-κορωνίδα της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα, η συνολική εκταμίευση των τραπεζών για στεγαστικά δάνεια ανήλθε στο ιλιγγιώδες ποσό των 16,5 δισ. ευρώ. Μόλις μία δεκαετία αργότερα, το 2015, η στεγαστική πίστη είχε καταβαραθρωθεί στα 480 εκατ. ευρώ. Τα στοιχεία και οι εκτιμήσεις για το 2024 δείχνουν πως οι τράπεζες συνολικά θα εκταμιεύσουν περίπου 1,4 δισ. ευρώ για αγορές κατοικιών.
«Σίγουρα η οικονομική κρίση και το μεγάλο ύψος μη εξυπηρετούμενων δανείων επηρέασε αρνητικά τη δυνατότητα αλλά και το ρίσκο που μπορούσαν να πάρουν οι τράπεζες για να χορηγήσουν στεγαστικό δάνειο μέχρι πριν από λίγα χρόνια», επισημαίνει ο κ. Μελαχροινός. «Αυτό σήμερα από την πλευρά των τραπεζών έχει αλλάξει και υπάρχει διάθεση χορηγήσεων αλλά σίγουρα με πολύ πιο ώριμες διαδικασίες και όρια ρίσκου σε σχέση με παλαιότερα, προστατεύοντας τόσο το τραπεζικό σύστημα όσο και τον δανειολήπτη.
Οι περισσότεροι Ελληνες, επίσης, τόσο τα παλαιότερα χρόνια όσο και σήμερα “φοβούνται’’ το στεγαστικό δάνειο και δεν είναι τυχαίο ότι μόνο 20% των συναλλαγών αγοράς κατοικίας γίνεται με τη χρήση στεγαστικού δανείου, ποσοστό που στην Ιταλία, για παράδειγμα, είναι στο 55%».
Ο κ. Παραδιάς τονίζει ότι η εικόνα των λεγόμενων κόκκινων δανείων σε σχέση με τη συνολική ιδιοκτησία στην Ελλάδα τυγχάνει υπερπροβολής και είναι πολύ μικρότερη. «Αυτή τη στιγμή το ποσοστό των ιδιόκτητων κατοικιών στην Ελλάδα που έχουν αγοραστεί με δάνεια, τα οποία “κοκκίνισαν’’, δεν υπερβαίνει το 6%-7% της συνολικής ιδιοκτησίας. Η εικόνα ότι τα μισά και πλέον σπίτια στην Ελλάδα είναι αγορασμένα με δανεικά κι αγύριστα και το κύριο πρόβλημα του σημερινού Ελληνα είναι το δάνειό του που δεν εξυπηρετεί, είναι απολύτως στρεβλή».
Οι δεσμοί με το πατρικό
Τα νούμερα που αφορούν τα δάνεια δεν αντιστοιχούν ακριβώς στη μεγάλη ζήτηση. Αν δεν θέλουν να κατοικήσουν μέσα σε αυτά, τότε γιατί οι Ελληνες αγοράζουν σπίτια; «Το μυαλό του Ελληνα όσον αφορά την αγορά κατοικίας πλέον έχει μετατοπιστεί από την κατοικία στην επένδυση», εξηγεί ο κ. Μαρκόπουλος.
«Ολοένα περισσότεροι προτιμούν, αντί να αποταμιεύουν τα χρήματά τους στις τράπεζες, ακόμα και με τη μορφή προϊόντων, όπως οι προθεσμιακές καταθέσεις, να αγοράζουν κατοικίες. Θεωρούν όχι μόνο ότι είναι μια επένδυση που εμπνέει μεγαλύτερη σιγουριά, αλλά και μπορεί να τους αποφέρει, ακόμα και βραχυπρόθεσμα, μεγαλύτερα κέρδη απ’ ό,τι ο τοκισμός ή μια άλλη επένδυση. Τα υψηλά ενοίκια των τελευταίων χρόνων έχουν συμβάλει σε αυτή την αλλαγή. Οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση και διευκολύνουν».
Ενα ζήτημα, όμως, που πρέπει να εξεταστεί και κοινωνικά έχει να κάνει με τη λεγόμενη οικογενειακή ιδιοκτησία. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι Ελληνες πια καλλιεργούν πολύ χαλαρότερους συναισθηματικούς δεσμούς με το «πατρικό» σπίτι. Οπως τονίζει ο κ. Μαρκόπουλος, «οι νεότεροι είναι πρόθυμοι να διαπραγματευτούν την πώληση οικογενειακής οικίας, αν δεν καλύπτει τις ανάγκες τους. Τις περισσότερες φορές το τίμημα το χρησιμοποιούν ως τη βάση για την αγορά της δικής τους κατοικίας ».
Απατηλό όνειρο το εξοχικό
Αλλοδαποί πλέον η πλειοψηφία των αγοραστών, καθώς οι Ελληνες αδυνατούν να αποκτήσουν και προτιμούν διακοπές κάθε χρόνο σε άλλο μέρος
Το εξοχικό σπίτι αποτελεί μια άλλη ιδιαιτερότητα της ελληνικής κοινωνίας. Το ποσοστό 32,6% των ελληνικών οικογενειών που έχουν ακόμα στην κατοχή τους ιδιόκτητη δευτερεύουσα κατοικία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εξοχικό είναι εξωπραγματικό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Αυτή η τάση πλέον συρρικνώνεται, για λόγους που είναι μάλλον γνωστοί. «Οι αγορές εξοχικών κατοικιών στην Ελλάδα αφορούν πλέον ελάχιστους συμπατριώτες μας», επισημαίνει ο κ. Μαρκόπουλος. «Οι ξένοι το βλέπουν κυρίως ως επένδυση, αλλά τα τελευταία χρόνια επιλέγουν τόπους όπου θα εγκατασταθούν μόνιμα μετά τη συνταξιοδότησή τους».
Αυτό σημαίνει ότι ο Ελληνας απομακρύνεται από το πατρικό του σπίτι στο χωριό; «Είναι πολύ πιο διαπραγματεύσιμος τώρα για να ακούσει και να εκτιμήσει προσφορές. Ούτως ή άλλως, αν το σπίτι έχει περάσει στη δική του κατοχή, σημαίνει ότι οι αρχικοί του ένοικοι, πατέρας, μητέρα, έχουν φύγει από τη ζωή, άρα επιβαρύνεται και το κόστος συντήρησης».
Κατά τον κ. Μαρκόπουλο «η κινητικότητα των νέων είναι παγκόσμιο φαινόμενο και οι Ελληνες ακολουθούν. Αν το εξοχικό τους βρίσκεται σε καλή κατάσταση, πλέον το ενοικιάζουν βραχυπρόθεσμα πολύ πιο εύκολα, ώστε με το κέρδος τους να χρηματοδοτήσουν τις διακοπές τους σε άλλα μέρη».
«Οι νέοι σήμερα δυσκολεύονται να αποκτήσουν πρώτη κατοικία, το να αγοράσουν εξοχικό είναι όνειρο», τονίζει ο κ. Παραδιάς. «Ακόμα και η συντήρηση των υφιστάμενων εξοχικών είναι δύσκολη, προκειμένου να μείνουν σε τέτοια κατάσταση που να τους φιλοξενήσουν κάποιες μέρες το καλοκαίρι. Κάποιοι αναγκάζονται να τα πουλήσουν, ακόμα και χωρίς να το θέλουν, επειδή δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στο οικονομικό βάρος».
Οσο για το σπίτι στο χωριό, οι προοπτικές μόνο ευχάριστες δεν είναι. «Αν κάνετε μια βόλτα στα χωριά, θα διαπιστώσετε ότι τα περισσότερα σπίτια είναι άδεια, αλλά και αφρόντιστα. Η επαρχία ερημώνει και μαζί τα σπίτια της. Πρέπει να υπάρξει μια άμεση κυβερνητική πρωτοβουλία όσον αφορά αυτόν τον τομέα».
Το χολ και το «καλό σαλόνι» εξαφανίστηκαν
Τα παιδικά δωμάτια μεγάλωσαν για να καλύψουν τον ύπνο, αλλά και το διάβασμά των παιδιών
Η κατοικία μπορεί να χαρακτηρίζεται πολύ συχνά ως «ακίνητο». Δηλαδή κάτι που παραμένει σταθερό και δεδομένο. Η διαρρύθμιση, όμως, των κατοικιών έχει μεταβληθεί σφοδρά τις τελευταίες δεκαετίες. Η μέση κατοικία των δεκαετιών του 1950 και 1960 είχε ανεξάρτητο χώρο υποδοχής, έναν χώρο που χρησιμοποιούνταν ως τραπεζαρία και καθιστικό μ’ ένα μικρό σαλονάκι, το δωμάτιο-φετίχ του «καλού» σαλονιού με τις συρόμενες πόρτες που άνοιγε μόνο σε γιορτές και εκδηλώσεις της οικογένειας (ενίοτε και στο κυριακάτικο τραπέζι) και χωμένα βαθιά μέσα στο σπίτι τα υπνοδωμάτια, το λουτρό και την κουζίνα.
Η εικόνα της σημερινής κατοικίας είναι εντελώς διαφορετική. Το χολ και το καλό σαλόνι εξαφανίστηκαν ως λογική, η οικογένεια πλέον εκμεταλλεύεται όλους τους χώρους.
Παιδικά υπνοδωμάτια
Τα παιδικά υπνοδωμάτια μεγάλωσαν σε εμβαδόν, για να καλύψουν όχι μόνο τον ύπνο των παιδιών, αλλά και το διάβασμά τους και την άνεσή τους σ’ έναν ιδιωτικό χώρο. Η κουζίνα μεταφέρθηκε πιο κεντρικά, από ένα ταπεινό μέρος όπου απλά παρασκευάζεται το φαγητό εξελίχθηκε σε μια αφορμή ακόμα και για προβολή της καλής μαγειρικής. Τα λουτρά, επίσης, αυξήθηκαν, το WC κοντά στο σαλόνι έγινε απαραίτητο αξεσουάρ, όπως και για τα μεγαλύτερα σπίτια η αντιστοιχία ενός λουτρού ανά υπνοδωμάτιο.
Την περίοδο του υποχρεωτικού εγκλεισμού λόγω της πανδημίας COVID-19, o Ελληνας γνωρίστηκε εκ νέου με το σπίτι του. Αναγκάστηκε να ζήσει περισσότερο εκεί, ακόμα και να δουλέψει από εκεί, κι εκτίμησε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του. Μήπως άλλαξε και άποψη για τις ανάγκες του; «Βλέπουμε τη διάθεση ολοένα περισσότερων να προσθέσουν έναν χώρο ακόμα στο σπίτι τους», επισημαίνει ο κ. Παραδιάς. «Εναν χώρο που θα χρησιμοποιηθεί ως γραφείο και θα τους προσφέρει απομόνωση». Σύμφωνα με τα στοιχεία του κ. Μελαχροινού.
«Την περίοδο μετά την πανδημία και για περίπου 18 μήνες είχε παρατηρηθεί αύξηση του μέσου εμβαδού στις αναζητήσεις για αγορές και ενοικιάσεις κατοικιών. Παράλληλα, παρατηρήθηκε και μια αξιοσημείωτη τάση περισσότερων αναζητήσεων σε περιοχές εκτός των αστικών κέντρων, που όμως είχαν σχετικά εύκολη πρόσβαση σε αυτά. Σήμερα τα δεδομένα δείχνουν ότι, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, έχουμε επιστρέψει στις προ πανδημίας αναζητήσεις».
Σύγχρονη «Εστία» ο καναπές
Τα σεμεδάκια της γιαγιάς αντικαταστάθηκαν από flat οθόνες και μοντέρνα διακόσμηση
Τις τελευταίες δεκαετίες πιο αγαπημένη συσκευή από την τηλεόραση δεν υπήρξε στο σπίτι των Ελλήνων. Η ΕΛΣΤΑΤ έχει καταγράψει αυτό το αίσθημα στο 99,5% των νοικοκυριών. Από την εποχή όπου ήταν ασπρόμαυρη μέχρι τα «κάδρα» των 52 ιντσών που μπορούν να μετατρέψουν τα σπίτια ακόμα και σε γκαλερί τέχνης, μισός αιώνας δρόμος.
Πλέον, οι οθόνες στα σπίτια έχουν πολλαπλασιαστεί, όπως και οι χρήσεις ενός σαλονιού, που εξυπηρετεί πολλαπλές ανάγκες, διαθέτοντας γωνιά γραφείου τηλεργασίας και μίνι τραπεζαρία. Ωστόσο «ο καναπές παραμένει η καρδιά του σπιτιού. Στα 70s ήταν ένας καπιτονέ πετρόλ, στα 80s ένας μαύρος δερμάτινος και μετά το 2000 είναι ένας γραμμικός λευκός λινός καναπές», μας λέει ο κορυφαίος διακοσμητής Βαγγέλης Μπόνιος για την εξέλιξη του κεντρικού στοιχείου του σαλονιού.
Και μπορεί οι μόδες να αλλάζουν, αλλά ο τρόπος που αντιμετωπίζει ο Ελληνας το σπίτι του είναι ο ίδιος εδώ και δεκαετίες: «Μοιάζει με ένα συναισθηματικό container το σπίτι του Ελληνα. Περιέχει στοιχεία που τον συνδέουν με μνήμες, την παράδοση ή την ιστορία της οικογένειας μαζί με αντικείμενα που συλλέγει από τα ταξίδια του και ό,τι αγαπάει πιο πολύ. Αλλωστε το σεμεδάκι της γιαγιάς που στόλιζε τα πιο παράταιρα αντικείμενα ήταν ένας τρόπος σύνδεσης με το παρελθόν, ένα πάντρεμα παράδοσης και νεοτερικότητας», εξηγεί ο κ. Μπόνιος.
Νέα όρια
Το σεμεδάκι εξαφανίστηκε με την πάροδο των δεκαετιών, όπως καταργήθηκε και η έννοια του επίσημου και ανεπίσημου στους χώρους του σπιτιού. Τα κλειδωμένα σαλόνια άνοιξαν, τα όρια των δωματίων καταργήθηκαν. Μία από τις μεγαλύτερες αλλαγές που έχει επέλθει τις τελευταίες δεκαετίες είναι αυτός ο τοίχος που γκρεμίστηκε μεταξύ κουζίνας και σαλονιού. Ο χώρος όπου μαγειρεύουμε άνοιξε, καθώς η προετοιμασία του φαγητού απέκτησε ορατότητα.
«Αυτή η στεγανότητα που υπήρχε στα σπίτια των δύο προηγούμενων γενεών τώρα δεν υπάρχει. Οι νεότεροι έχουν μια ελευθερία κινήσεων, βάζουν το προσωπικό τους στοιχείο, είναι λιγότερο συντηρητικοί. Παλιότερα η κοινωνία πρόσταζε ότι έπρεπε να έχεις ένα τραπέζι με καρέκλες, ένα σκρίνιο, ένα καλό σερβίτσιο για τις γιορτές, ένα “κανονικό” σαλόνι. Πλέον οι νέοι λειτουργούν με το ένστικτο κι έτσι βλέπουμε πιο ενδιαφέροντες χώρους», δηλώνει ο βραβευμένος interior designer και ιδρυτής της ID Laboratorium Στάμος Χονδροδήμος.
Είναι «το ελληνικό φυσικό φως που εξελίσσεται σε πραγματικό πρωταγωνιστή σε όλους τους χώρους μιας κατοικίας», σημειώνει ο κ. Μπόνιος. Ισως είναι αυτή και η πηγή έμπνευσης για τη στροφή προς την αυθεντικότητα που αναμένει για το μέλλον της διακόσμησης του ελληνικού σπιτιού. «Πέρα από σχήματα, πέρα από τα στυλ, θα εκφράζεται η μοναδικότητα του κάθε οικοδεσπότη. Θα εκφράζεται η προσωπικότητά του, αυτό που πραγματικά είναι».
Φωτογραφία: Shutterstock