Πόσα εκατομμύρια Καμποτζιανών πέθαναν από πείνα, βασανιστήρια και εκτελέσεις κατά τη διακυβέρνηση της χώρας από τον επικεφαλής των Κόκκινων Χμερ; – Η δράση του μετά τη βιετναμική εισβολή στην Καμπότζη ως τον θάνατό του
Ένα από τα πρόσωπα που αναφέρουν συχνά οι αναγνώστες μας στα σχόλιά τους είναι ο Πολ Ποτ. Φυσικά δεν κάνουν εκτενή αναφορά σε αυτόν, απλά αναφέρονται στα εγκλήματά του. Οι νεότεροι αναγνώστες αγνοούν βέβαια ποιος ήταν ο Πολ Ποτ και τι ακριβώς έκανε. Ομολογούμε ότι ακόμα κι εμείς είχαμε μια αμυδρή γνώση για τα εγκλήματα του Πολ Ποτ (όταν είσαι παιδί και υπάρχει μόνο η τηλεόραση ως μέσο ενημέρωσης, ακόμα και να ακούσεις για την Καμπότζηκαι τι γίνεται εκεί, μάλλον σε αφήνει παντελώς αδιάφορο…) και μόνο τα τελευταία χρόνια διαβάσαμε και μάθαμε περισσότερα για την εγκληματική του δράση και τα θύματά του.
Καθώς φαίνεται ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο έχει φανατικούς… haters, ας δούμε αν όντως επρόκειτο για έναν εγκληματία ή για έναν παρεξηγημένο μεταρρυθμιστή.
Μια σύντομη ιστορία της Καμπότζης
Η Καμπότζη είναι χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Έχει έκταση 181.040 τ. χλμ. και πληθυσμό γύρω στα 17.300.000 (εκτίμηση για το 2024). Επίσημη ονομασία της χώρας είναι «Βασίλειο της Καμπότζης». Η ελληνική της ονομασία, Καμπότζη, αποτελεί εξελληνισμό του γαλλικού ονόματος (Cambodge), το οποίο προέρχεται από την ονομασία της χώρας στα Χμερ Cambuchea (Καμπούτσεα). Πρωτεύουσα της Καμπότζης είναι η πόλη Πνομ Πεν(χ).
Υπάρχουν ευρήματα που δείχνουν ότι στην Καμπότζη υπήρχαν κάτοικοι ήδη από το 6000 π.Χ., ενώ οι πρώτες ενδείξεις ανεπτυγμένου πολιτισμού σε αυτή τοποθετούνται γύρω στο 1000 π.Χ. Η Καμπότζη ήταν η κοιτίδα του πολιτισμού των Χμερ, οι οποίοι μεταξύ του 9ου και του 13ου αιώνα κατείχαν σημαντική θέση στη χερσόνησο της Ινδοκίνας και αναμόρφωσαν τους πολιτισμούς των αρχαίων βασιλείων που υπήρχαν σε αυτή. Από τα μέσα του 17ου ως τα μέσα του 19ου αιώνα τα εδάφη των άλλοτε πανίσχυρων Χμερ έγιναν θέατρο ανταγωνισμού ανάμεσα στους δύο ισχυρούς γείτονες της σημερινής Καμπότζης: το Σιάμ (νυν Ταϊλάνδη) και το Βιετνάμ (τότε Ανάμ). Το 1861 ο βασιλιάς της Καμπότζης Νοροντόμ, που απειλήθηκε από τον αδερφό του, ζήτησε βοήθεια από τη Γαλλία, η οποία κατείχε ήδη μεγάλο τμήμα της Ινδοκίνας. Η Γαλλία επενέβη και το 1863 επέβαλε καθεστώς προτεκτοράτου, το οποίο δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν οι επαναστάσεις που έγιναν το 1865-67 και το 1884-86. Με τη Συνθήκη του 1884 οι Γάλλοι ενίσχυσαν την εξουσία τους στην Καμπότζη και ανανέωσαν το καθεστώς του προτεκτοράτου.
Το 1941 στον θρόνο της Καμπότζης ανέβηκε ο 18χρονος τότε Νοροντόμ Σιχανούκ, δισέγγονος του Νοροντόμ που το 1861 είχε ζητήσει από τους Γάλλους να παρέμβουν. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ιάπωνες κατέλαβαν μεγάλες περιοχές της Καμπότζης και την παρότρυναν να κηρύξει την ανεξαρτησία της, κάτι που έγινε το 1944. Το 1945, όπως είναι γνωστό, η Ιαπωνία ηττήθηκε, οι Γάλλοι επανήλθαν στην Καμπότζη, αλλά ήταν πλέον εξασθενημένοι, λόγω του Β’ Π.Π., της ιαπωνικής επιρροής, αλλά και των επιτυχιών των τοπικών εθνικών απελευθερωτικών κινημάτων. Ο Νοροντόμ Σιχανούκ εκμεταλλεύτηκε αυτή την κατάσταση και το 1949 εξασφάλισε ένα βαθμό αυτονομίας για τη χώρα του και την πλήρη ανεξαρτησία της στις 9 Νοεμβρίου 1953.
Το 1955 ο Σιχανούκ, αφού εξασφάλισε με δημοψήφισμα την έγκριση της πολιτικής του, παραιτήθηκε από τον θρόνο για να αναμειχθεί στην πολιτική. Βασιλικά καθήκοντα ανέλαβε ο πατέρας του Σιχανούκ Νοροντόμ Σουραμαρίτ. Τον Απρίλιο του 1955 ο Σιχανούκ ίδρυσε τη Σοσιαλιστική Λαϊκή Κοινότητα, η οποία στις εκλογές της 11/09/1955 κατέλαβε όλες τις έδρες της Βουλής, κάτι που επαναλήφθηκε το 1958. Ο Σιχανούκ αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ (1956) και το 1958 με την Κίνα. Η εχθρότητα και οι εδαφικές αξιώσεις του Νοτίου Βιετνάμ και της Ταϊλάνδης προς την Καμπότζη, αύξησαν την καχυποψία του Σιχανούκ προς τις χώρες αυτές, την ίδια ώρα που ερχόταν πιο κοντά στο Πεκίνο και το Ανόι.
Το 1958-59 και το 1963 το Κομμουνιστικό Κόμμα Πραχαχεόν δέχτηκε σοβαρό πλήγμα. Τα ριζοσπαστικότερα μέλη του υπό την ηγεσία του Τους Σαμούθ και αργότερα του διαδόχου του Σαλόθ Σαρ (του μετέπειτα Πολ Ποτ) και του Ιένγκ Σαρί ίδρυσαν, μαζί με μια μερίδα των εναπομεινάντων στελεχών του Λαϊκού Επαναστατικού Κόμματος, που είχε ιδρυθεί το 1951 μετά τη διάσπαση του Ινδοκινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το Κόμμα των Ερυθρών Χμερ (Κομμουνιστικό Κόμμα των Χμερ), στις 30 Σεπτεμβρίου 1960. Το κόμμα αυτό, δρώντας στην παρανομία, «βγήκε στα βουνά» το 1963 και από τον Ιανουάριο του 1968 άρχισε ένοπλο αγώνα. Φιλικά προσκείμενοι στο Πεκίνο, οι Ερυθροί Χμερ δεν διατηρούσαν σχέσεις με τους κομμουνιστές Χμερ που είχαν καταφύγει στο Ανόι μετά το 1959 και αποτελούσαν πονοκέφαλο για τον Σιχανούκ. Η επιδείνωση των σχέσεων της Καμπότζης με την Ταϊλάνδη και το Νότιο Βιετνάμ κατέληξε σε πλήρη ρήξη με τις δύο αυτές χώρες (το 1961 και το 1963 αντίστοιχα).