Η ατάκα αναπαράχθηκε με ταχύτητα είτε στα social είτε στην παραδοσιακή αρθρογραφία, έντυπη και διαδικτυακή. Τρεις λέξεις που τα έλεγαν όλα χωρίς πολλά πολλά. Και, μάλιστα, με τόσο βολικό τρόπο που, για μία ακόμα φορά, λειτούργησε ως μαζικό άλλοθι και στασίδι εξομολογητηρίου μαζί. Μόνο που δεν είναι έτσι.
Το πάρτι των αγροτικών επιδοτήσεων και η αμαρτωλή σφηκοφωλιά λαμογιάς και λοβιτούρας αυτή τη φορά έχουν το όνομα ΟΠΕΚΕΠΕ και αποτελούν ιστορίες που κάθε μέρα θα προσφέρουν νέες αποκαλύψεις, νέους γαργαλιστικούς, μαφιόζικους και καφενειακούς διαλόγους -σαν ομολογία ανθρώπων που πρώτα βιάζουν και μετά χλευάζουν κάθε θεσμό από τον οποίο πέρασαν και άφησαν το διεφθαρμένο αποτύπωμά τους. Δεν έχει σημασία ούτε η κοινωνική καταγωγή, ούτε η οικονομική επιφάνεια, ούτε το μορφωτικό επίπεδο ή τα πτυχία που διακοσμούν τους τοίχους των γραφείων τους. Ούτε και το αν είναι νεοδημοκράτες, πασόκοι, συριζαίοι ή ό,τι άλλο.
Τα μέχρι τώρα στοιχεία που έχουν γίνει γνωστά αυτό αποδεικνύουν. Συν το γεγονός ότι αυτού του είδους η διαφθορά είναι μία από τις σημαντικότερες, αν όχι η σημαντικότερη, μορφές λαϊκισμού. Ομως, όλο αυτό το σύστημα είναι ένα σύνολο ανθρώπων. Με κλειστό «συντονιστικό» κέντρο, έναν εσμό διαφθορέων και διεφθαρμένων απατεώνων.
Με τρόπο λειτουργίας που μπορεί να απλώνεται σε βάθος δεκαετιών και να δημιουργεί μία χαοτική αχλή που οδηγεί στη μοιραία αποδοχή του, αλλά είναι παραδοσιακή μορφή οργανωμένου εγκλήματος. Και στο οργανωμένο έγκλημα η στενή σχέση πολιτικής εξουσίας και παρανομίας είναι συστατικό της λειτουργίας όλου του συστήματος. Σε όλα τα μέρη του κόσμου, όπου υπάρχει οργανωμένο έγκλημα, αυτό είναι κοινή διαπίστωση. Τίποτα λιγότερο, αλλά και τίποτα περισσότερο.
Ως εκ τούτου, λοιπόν, όχι «δεν τα φάγαμε μαζί». Φαίνεται και στα μάτια των ανθρώπων που παρακολουθούν τις εξελίξεις και ακούν κάτι περίεργα τρελά ποσά να κυκλοφορούν σαν φαντάσματα από τσέπες σε τσέπες και από λογαριασμούς σε λογαριασμούς, όταν οι ίδιοι κάνουν δύο και τρεις δουλειές για να τα φέρουν βόλτα. Τα έφαγε ένα σύστημα ανθρώπων και σχέσεων που κρατά τη χώρα πίσω, βαλτωμένη σε παλαιοκομματικές λογικές του περασμένου αιώνα. Και σε καμία περίπτωση δεν χωρά τις νέες γενιές των ανθρώπων, που πορεύονται με κόπο, με γνώση, με δουλειά, επενδύοντας στις δυνάμεις και τις αντοχές τους και προσβλέποντας σε ένα κράτος που πρώτα από όλα μεταρρυθμίζει τον ίδιον του τον εαυτό.