ΑΠΟΨΕΙΣ - 15/09/2023 - 7:30 πμ
Σκληρές αλήθειες για την κλιματική κρίση και τις πολιτικο-κοινωνικές της συνέπειες

Δεν είναι εύκολο να το αποδεχτούμε διότι μέχρι πρόσφατα υπήρξε ένας κόσμος κι ένας πλανήτης όπου όλα μπορεί να άλλαζαν -και ιδίως τους τελευταίους δύο αιώνες, να άλλαζαν ταχύτατα εξαιτίας της μεγάλης τεχνολογικής εξέλιξης- όχι όμως το κλίμα. Αυτό, όπως είχε εξηγήσει ο μεγάλος Γάλλος ιστορικός Φ. Μπρωντέλ, ανήκε στις λεγόμενες μακρές διάρκειες, εκείνες δηλαδή που όπως και η γεωγραφία, όχι μόνο δεν μπορεί να τις επηρεάσει ο άνθρωπος αλλά και που δεν αλλάζουν παρά μόνο πολύ αργά μέσα στους αιώνες και τις χιλιετηρίδες. Ιδού όμως που η δική μας γενιά βρέθηκε να βιώνει την περίοδο μιας κλιματικής κρίσης με σοβαρές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές παρενέργειες -και όλα αυτά προφανώς από ανθρώπινα λάθη και εξαιτίας της αλαζονικής μας ψευδαίσθησης ότι μπορούμε να κυριαρχήσουμε, με διαρκή επέκταση στο φυσικό περιβάλλον, χωρίς συνέπειες αλλά μόνο με ατέρμονα (υλικά) κέρδη.
Διάφορες επιστημονικές προσεγγίσεις εκτιμούν ότι ο γεωγραφικός χώρος της Μεσογείου ενδεχομένως να είναι εκείνος που θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή του προβλήματος και θα πληγεί περισσότερο από άλλες περιοχές της Ευρώπης, τουλάχιστον. Αν αποδειχτεί κάτι τέτοιο στην πράξη, θα πρόκειται πράγματι για την ανατροπή εκείνων των κλιματικών δεδομένων της μεγάλης διάρκειας που επέτρεψαν στην ευρύτερη αυτή περιοχή να φιλοξενήσει, ήδη από τους αρχαίους χρόνους, τους σημαντικότερους πολιτισμούς και τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες που γνώρισε ποτέ η ανθρώπινη ιστορία. Με άλλα λόγια, κινδυνεύει να χαθεί αυτό που έκανε θελκτικό τούτη την μοναδικής ομορφιάς γωνιά του πλανήτη, με το ήπιο κλίμα της και την ποιότητα της ζωής της. Ωστόσο, όλο αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει σε μια στωική ερμηνεία των φαινομένων όπου θα επικρατήσει μια νομοτελειακή προοπτική η οποία θα οδηγεί με τη σειρά της σε μια παθητική στάση ότι τα κράτη δεν μπορούν να κάνουν και πολλά για να αντιμετωπίσουν την απειλή αυτή. Για να επιτευχθεί αυτό, ωστόσο, χρειάζεται ειλικρίνεια στις παραδοχές μας και ρεαλισμός στους στόχους μας. Πριν τις λύσεις, πρέπει να γνωρίζουμε τι είναι εφικτό, σε τι ορίζοντα χρόνου και με ποιο τίμημα.
1. Όπως συνέβη και με την πανδημία και τον φονικό κορονοϊό, έτσι και με την κλιματική κρίση, τα κράτη βρίσκονται αντιμέτωπα με μια ανεξέλεγκτη και μη προβλέψιμη απειλή. Ενώ όλοι μιλάμε γι’ αυτήν, γνωρίζουμε τα δεινά της, και είμαστε βέβαιοι για την εμφάνισή της κάποια στιγμή, παρ’ όλ’ αυτά, ούτε μπορούμε έγκαιρα να προβλέψουμε πότε θα εκδηλωθεί ένα ακραίο φαινόμενο (παρά μόνο λίγα 24ωρα πριν) ούτε μπορούμε φυσικά να το αποτρέψουμε ή έστω να μετριάσουμε την έντασή του. Μπορούμε να προστατευτούμε από αυτό (αν και όχι πάντα) αλλά εξακολουθούμε να αισθανόμαστε ενώπιόν του το ίδιο ανήμποροι όπως ο προϊστορικός άνθρωπος. Καμία ανθρώπινη δύναμη δεν μπορεί να το σταματήσει, όσο τεχνολογικά προηγμένοι κι αν είμαστε σήμερα.
2. Το γεγονός οδηγεί, ιδίως τις αναπτυγμένες κοινωνίες, σε μεγάλη ανασφάλεια αμφισβητώντας τις σταθερές τους. Οι τελευταίες είχαν βασίσει όλη την δομή τους στην έννοια της άεναης προόδου η οποία επέτρεπε στην κάθε γενιά να αισιοδοξεί ότι θα μπορεί να ζει καλύτερα από την προηγούμενη. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν φυσικά η οικονομική σταθερότητα και η πολιτική κανονικότητα, η οποία έτσι ενίσχυε το αίσθημα ασφάλειας, ιδίως στην μεταπολεμική εποχή της μακρόχρονης ειρήνης και ευημερίας, στην Δύση τουλάχιστον. Αυτό καλλιεργούσε εξάλλου μια συλλογική ευωχία ότι όλα θα πηγαίνουν γενικώς καλά, χωρίς μεγάλες ανατροπές στα βασικά της ζωής μας. Η απειλή ωστόσο των φυσικών καταστροφών (όπως και των υγειονομικών κρίσεων) που μπορεί να διαλύσει μια ζωή, μια περιουσία ή και μια ολόκληρη παραγωγική δομή μέσα σε λίγα λεπτά, και να οδηγήσει εντέλει σε παρακμή μια ολόκληρη χώρα, γεννά ένα διαρκές αίσθημα ανασφάλειας που δεν επιτρέπει πλέον την αισιοδοξία με τους παλιούς όρους. Είναι η πρώτη φορά που είμαστε τόσο απαισιόδοξοι για το μέλλον μας, και δεν αποτυπώνεται πουθενά αυτό καλύτερα (και με πιο αγχωτικό τρόπο) παρά στο πλήθος δυστοπικών τηλεοπτικών σειρών και ταινιών όπου ο πολιτισμός έχει καταρρεύσει, κι έχει επικρατήσει το κοινωνικό χάος ή ο πολιτικός αυταρχισμός. Ακόμη κι αν ποτέ δεν γίνει έτσι, ο βαθύς φόβος ης πολιτισμικής κατάρρευσης θα στοιχειώνει τα όνειρά μας και θα οργανώνει με όρους υπαρξιακού άγχους την ψυχική μας δομή.
3. Ο βασικός χαμένος είναι η έννοια της κανονικότητας, χωρίς την οποία δεν μπορεί, όπως είπαμε, να υπάρχουν σύγχρονες κοινωνίες της αέναης προόδου. Ένα παράδοξο σχηματοποιείται πλέον ενώπιόν μας: ενώ η οικονομική μεγένθυνση θα συνεχίζεται και η τεχνολογική επανάσταση θα βελτιώνει τους όρους της ζωής μας, ο συλλογικός και ατομικός μας βίος θα βρίσκεται υπό συνεχή αναστάτωση ενόψει αόρατων απειλών. Έτσι, η κλιματική κρίση (μαζί με όλες τις υπόλοιπες κρίσεις που διαχειρίζεται ολόκληρος ο πλανήτης τα τελευταία χρόνια) μοιάζει να μας οδηγεί και σε μια διαφορετική φάση της νεωτερικότητας όπου θα επικρατεί μια νέα ακανόνιστη κανονικότητα ή αλλιώς μια κανονική αταξία. Οι ιστορικές συνέχειες θα διακόπτονται πιο συχνά, όπως ακριβώς συχνότερες θα είναι και οι τομές, δηλαδή οι μεγάλες και αναπάντεχες ανατροπές που θα εγγράφονται βαθιά στο συλλογικό ασυνείδητο. Πανδημίες, φυσικές καταστροφές, οικονομικές και πολιτικές κρίσεις, ως απόρροια αυτών, θα πλανώνται διαρκώς πάνω από το κεφάλι μας και θα οριοθετούν τον ορίζοντα των προσδοκιών μας.
4. Αυτό θα πλήττει πρωτίστως την εμπιστοσύνη των πολιτών στα κράτη τους και στην ικανότητα των δεύτερων να ασκούν την βασική αποστολή εκ της συστάσεώς τους, δηλαδή την προστασία της ανθρώπινης ζωής και της ατομικής και δημόσιας περιουσίας. Σε αυτήν την αποστολή έχουν προστεθεί και οι ευασθησίες των σύγχρονων ανθρώπων για την προστασία του περιβάλλοντος και κάθε έμβιου όντος που ζει στον πλανήτη. Το ξέρουμε ήδη από τον Χομπς και άλλους μεγάλους στοχαστές των μεσαιωνικών χρόνων ότι η εμπιστοσύνη αυτή αποτελεί την πεμπτουσία του κοινωνικού συμβολαίου ανάμεσα στους πολίτες και τις κρατικές εξουσίες. Χωρίς αυτή, καιροφυλακτεί όντως η επιστροφή σε έναν πολιτικό μεσαίωνα. Αν καταλήξω ως “υπήκοος” στο συμπέρασμα ότι το κράτος μου δεν μπορεί πλέον να με προστατεύει από τις εξωτερικές απειλές κάθε είδους, τότε χάνεται και το νόημα της “υπακοής” σε αυτό. Γιατί άραγε να παραχωρώ δικαιώματα σε μια εξουσία η οποία δεν μπορεί να φέρει εις πέρας την βασική της αποστολή που είναι να με κάνει να νιώθω ασφαλής εντός της επικράτειάς της; Συνεπώς, η αποκατάσταση αυτής της σχέσης εμπιστοσύνης συνιστά προτεραιότητα για τα κράτη, αν θέλουν να μην υποστούν μια επικίνδυνη αμφισβήτηση με άγνωστες προεκτάσεις στο μέλλον.
5. Για να το αποτρέψουν αυτό, οι κρατικές αυθεντίες θα πρέπει να κινηθούν άμεσα στην αλλαγή των μέσων και των μεθόδων με τις οποίες αντιμετώπιζαν ως τώρα τα ακραία φυσικά φαινόμενα. Μέχρι τώρα, ο βασικός τρόπος ήταν η περιορισμένη πρόληψη και βασικά η διαχείριση της κρίσης στο πεδίο για τον περιορισμό, όσο το δυνατόν, των όποιων επιπτώσεων στις ζωές, τις περιουσίες και το φυσικό περιβάλλον -συνήθως με αυτή τη σειρά. Ακολουθούσε η πολιτική των επανορθώσεων και των αποζημιώσεων για τους πληγέντες, μέχρι την επόμενη φορά που αυτοί θα υφίσταντο το φαινόμενο. Η αλλαγή του εν λόγω μοντέλου δεν απαιτεί απλώς να ενισχυθεί η πρόβλεψη και να βελτιωθούν οι μέθοδοι διαχείρισης αλλά επιβάλει την αλλαγή όλου του παραγωγικού μας μοντέλου. Το πέρασμα στην πράσινη ανάπτυξη θα επέφερε καταλυτικές αλλαγές σε όλους τους τομείς της ζωής μας: από το πως παράγουμε και τι προϊόντα, μέχρι πως χτίζουμε, πως μετακινούμαστε, πως καταναλώνουμε και πως (δεν) ρυπαίνουμε. Αυτό θα άλλαζε την σχέση μας με το περιβάλλον και μακροπρόθεσμα (εφόσον καθίστατο πλανητική πολιτική και όχι πολιτική απλώς μεμονομένων κρατών) θα οδηγούσε στην ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής.
6. Το πρόβλημα με μια τέτοια στροφή σε ένα κράτος που θα έχει μάθει να λειτουργεί κατά περιόδους ως κράτος έκτακτης ανάγκης, και που ταυτόχρονα θα βρίσκεται και σε διαδικασία μετάβασης σε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο, αρκετά διαφορετικό από το προηγούμενο, είναι ότι τα κονδύλια που απαιτούνται είναι κολοσσιαία ενώ τα οφέλη είναι μόνο μακροπρόθεσμα και πολύ πέρα από τον πάντα πολύ πιο σύντομο πολιτικό κύκλο. Με άλλα λόγια, το προεξοφλητικό επιτόκιο είναι πολύ μεγάλο για να μοιάζει συμφέρον στην σημερινή γενιά πολιτών και πολιτικών, όσο και αν κατανοούν αμφότεροι την αδήριτη αναγκαιότητα για μια τέτοια εκ βάθρων αλλαγή.
7. Το μεγαλύτερο πρόβλημα το έχει η πολιτική τάξη διότι η επίλυση των (κάθε είδους) κρίσεων, θεωρείται πάντοτε δικό της θέμα, ακόμη κι αν δεν ευθύνεται γι’ αυτές. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για κρίσεις που στοιχίζουν ζωές, περιουσίες και περιβαλλοντική υποβάθμιση. Έτσι, η ίδια βρίσκεται ενώπιον του εξής διλήμματος: από τη μία χρειάζεται άμεσες λύσεις, όπως οι έγκαιρες εκκενώσεις που σώζουν ζωές ή οι ταχείες και γενναιόδωρες αποζημιώσεις μετά την καταστροφή, ώστε να μπορεί να διαχειριστεί την έντονη κριτική και την αναμενόμενη απογοήτευση της κοινής γνώμης. Από την άλλη, γνωρίζει ότι όλα αυτά δεν θα εμποδίζουν την επανεμφάνιση του προβλήματος, η οποία μπορεί να περιοριστεί μόνο με τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις που υπερβαίνουν προφανώς την πολιτική συγκυρία. Κοντολογίς, οι κοινωνίες θα πιέζουν διαρκώς για άμεσες και μαγικές λύσεις, αδιαφορώντας για το κόστος και τις (ενίοτε αξεπέραστες) τεχνικές δυσκολίες που απαιτούνται γι΄αυτές. Ενώ οι ηγεσίες θα πρέπει να πατούν σε δύο μονίμως ασταθείς βάρκες: από την μία η άμεση διαχείριση των κρίσεων που έχουν μεγάλο πολιτικό κόστος, και από την άλλη πανάκριβες επενδύσεις για την αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου αλλά και του μοντέλου της πολιτικής προστασίας, κάτι που έχει όμως δυσβάσταχτο οικονομικό κόστος.
Έχουμε, συνεπώς, κακά και καλά νέα. Απέναντι στην κλιματική κρίση, τα κράτη καλούνται να δώσουν μια μακρά μάχη στην οποία αρχικά πρέπει να αποδεχτούν ότι θα χάνουν και θα υφίστανται απώλεια εμπιστοσύνης από τους πολίτες. Δεν διαθέτουν ακόμη επαρκείς τεχνικές και γνωσιακές απαντήσεις για να απαντήσουν με μεγάλη αποτελεσματικότητα σε αυτήν. Όπως συνέβη και με την πρόσφατη πανδημία, τα μέσα που θα διαθέτουμε αρχικά απέναντι στην απειλή θα είναι τα παραδοσιακά: εγκλεισμός στο σπίτι και κοινωνική αποστασιοποίηση έναντι ενός φονικού ιού· διαχείριση στο πεδίο, εκκενώσεις έμβιων όντων και υλικές αποζημιώσεις, έναντι μιας φυσικής καταστροφής.
Και πάλι όπως έδειξε η ιστορία της πανδημίας όμως, ο τεχνικός μας πολιτισμός είναι ικανός εκτός από τα χειρότερα και για τα καλύτερα: μέσα σε ένα χρόνο από το ξέσπασμα της πανδημίας, χάρη και στη στενή συνεργασία της επιστημονικής κοινότητας και των κρατών, είχε καταφέρει να αναπτύξει απολυτώς αποτελεσματικά εμβόλια κατά του κορονοϊού αποκαθιστώντας την κοινωνική και οικονομική αναστάτωση. Δεν θα είναι προφανώς το ίδιο με την κλιματική κρίση καθώς αυτή απατεί μια μεγάλη αλλαγή παραδείγματος στα κυρίαρχα μοντέλα της ανάπτυξης καθώς και θηριώδεις επενδύσεις στις υποδομές που είναι αμφότερα πανάκριβα στην εφαρμογή τους. Ωστόσο, η ανθρώπινη κοινότητα πάντοτε, όταν αντιλαμβάνεται μετά από μεγάλες καταστροφές ότι κινδυνεύει με αφανισμό, έχει την τάση να ενεργοποιεί το αίσθημα αυτοσυντήρησής της και να πράττει όσα πεισματικά αρνούνταν ως τότε.
*Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Κάποιος να πει στον Αλέξη Τσίπρα την αλήθεια
26.09.2023 - 3:30 μμ
Ο Κασσελάκης και οι «άλλοι» μετά τη νίκη
26.09.2023 - 2:30 μμ
Τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν
26.09.2023 - 12:00 μμ