ΕΛΛΑΔΑ - 18/04/2023 - 10:30 πμ
Ένα βήμα πριν την επενδυτική βαθμίδα η Ελλάδα – «Αλλάζει πίστα» με σταθερή κυβέρνηση
Την πολυπόθητη αναβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης, που θα τοποθετήσει την Ελλάδα ξανά στη χορεία των χωρών που μπορούν να δανείζονται βασιζόμενες στις δικές τους δυνάμεις, ενδέχεται να κρύβει η εβδομάδα που διανύουμε.
Αλλά ακόμα κι αν δεν εκπληρωθεί ο χρησμός της Goldman Sachs ότι την Παρασκευή 21 Απριλίου η Standard and Poor’s θα αναβαθμίσει το αξιόχρεο της χώρας, αρκεί και μία μόνο επόμενη αναβάθμιση για να κάνει μέσα στο 2023 η Ελλάδα το μεγάλο άλμα προς την περιβόητη επενδυτική βαθμίδα.
Τεχνικά είμαστε έτοιμοι, κι αν δεν είχαμε μπροστά μας την εκλογική αναμέτρηση η αναβάθμιση δεν θα είχε κανένα εμπόδιο και λόγο αναβολής.
Ούτως ή άλλως, είναι θέμα λίγου χρόνου να συμβεί και να ανακτήσει η Ελλάδα την επιστροφή της μετά από πολλά χρόνια στο κλαμπ των χωρών που εμπιστεύονται οι αγορές χωρίς αστερίσκους, υποσημειώσεις ή εγγυήσεις από τρίτους.
Αμέσως τα οικονομικά οφέλη από την αναβάθμιση στη μεγάλη κατηγορία θα φτάσουν ή και θα ξεπεράσουν το 1 δισ. ευρώ ετησίως για το Δημόσιο, τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, λόγω της αποκλιμάκωσης της πίεσης για ακριβό δανεισμό από το 2024 και τα επόμενα πολλά χρόνια.
Ευρύτερα, όμως, συνιστά μια ποιοτική μεταβολή και τεράστιο άλμα που το έχει απόλυτη ανάγκη η χώρα μετά από δεκαετίες απαξίωσης, αφού θα μπει ξανά στα ραντάρ των πιο ποιοτικών επενδυτών του πλανήτη. Και αυτό με τη σειρά του θα αναγκάσει το ελληνικό κράτος να βελτιώσει τους θεσμούς και τη λειτουργία του, να αναβαθμίσει το παραγωγικό πρότυπο, το επιχειρηματικό περιβάλλον, αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό του μεταμορφώνοντας τη χώρα προς όφελος όλων.
Είναι πολλά τα λεφτά
Υστερα από δώδεκα σερί αναβαθμίσεις από το 2019 και μετά, η επικείμενη ανακοίνωση θα είναι η τελευταία από οίκους αξιολόγησης μέσα στην τετραετία διακυβέρνησης που ολοκληρώνεται.
Αν και πολιτικά θα επιθυμούσαν διακαώς μια ψήφο εμπιστοσύνης από το εξωτερικό, στο οικονομικό επιτελείο λένε ότι «θα ήταν τεράστια έκπληξη να ανακοινώσει αναβάθμιση η S&P, μόλις έναν μήνα προτού στηθούν κάλπες στη χώρα» και ενώ μαίνεται θύελλα διεθνώς με τσουνάμι αυξήσεων επιτοκίων, κίνδυνο ύφεσης, πόλεμο στην Ευρώπη και τράπεζες-κολοσσούς να «σκάνε» σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη.
Για τον πολιτικό κίνδυνο και το ενδεχόμενο παρατεταμένης ακυβερνησίας έχουν προειδοποιήσει επανειλημμένως στο παρελθόν οι οίκοι αξιολόγησης. Συνεπώς, μπορεί η S&P και με τη σειρά τους οι άλλοι οίκοι να επιλέξουν στάση αναμονής για να περάσουν οι εκλογές και να αποφανθούν για την πορεία και την τύχη της χώρας.
Καθώς όλοι συμφωνούν ότι, αν δεν υπάρξει ξαφνικό πισωγύρισμα, αρκεί και μόλις ένα σκαλί αναβάθμισης για να βρεθεί ξανά η Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα, από τη στιγμή που θα την ανακτήσει, αυτό θα σημαίνει ότι:
α) οι επιχειρήσεις θα δανείζονται με χαμηλότερα επιτόκια στα ομολογιακά δάνεια που εκδίδουν, συγκλίνοντας προς τα επιτόκια (και την αξιοπιστία) με τα οποία τιμολογούνται οι τίτλοι που υπογράφει και εκδίδει η Ελληνική Δημοκρατία.
β) το Ελληνικό Δημόσιο θα δανείζεται φθηνότερα μόλις ηρεμήσουν οι διεθνείς αγορές από τις απανωτές αυξήσεις στα τραπεζικά επιτόκια. Ηδη τις τελευταίες ημέρες το ελληνικό 10ετές ομόλογο τιμολογείται με 4,1%-4,2%, όσο δηλαδή και αυτό της Ιταλίας. Η μεγάλη διαφορά θα φανεί όταν τεράστια διεθνή funds θεσμικών επενδυτών (των οποίων οι εσωτερικοί κανονισμοί δεν επιτρέπουν στις διοικήσεις τους να επενδύουν κεφάλαια σε τίτλους «σκουπίδια», αλλά πρέπει να επιλέγουν μόνον όσα φέρουν τη σφραγίδα της επενδυτικής βαθμίδας) θα ξεκινήσουν να αγοράζουν και πάλι μετά από δεκαετίες ελληνικά ομόλογα.
γ) μεγάλα θεσμικά funds θα μπορέσουν επίσης να κάνουν ξανά την είσοδό τους στο ελληνικό Χρηματιστήριο, καθώς δεν θα απαγορεύεται πλέον από το καταστατικό τους.
δ) μόλις η στροφή ποιοτικών επενδυτών προς την Ελλάδα γίνει η νέα τάση στις αγορές, αναμένεται και άλλα θεσμικά funds -από τα χιλιάδες που δραστηριοποιούνται σε όλο τον κόσμο- να τοποθετηθούν, μετά τα μόλις δύο ή τρία που έχουν ήδη λάβει πρώτα θέσεις στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.
Βασική προϋπόθεση όμως, όπως όλοι τονίζουν, είναι να συνεχιστεί το θετικό momentum για την ελληνική οικονομία και να μη διαταραχθούν οι οικονομικές επιδόσεις της από μια παρατεταμένη εκλογική περίοδο.
Και το κυριότερο, όπως λένε, είναι να προκύψει μια κυβέρνηση που θα εγγυάται σταθερότητα και στοχοπροσήλωση στους βασικούς στόχους τόσο για τον ρυθμό ανάπτυξης όσο και για τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων.
Μια κυβέρνηση που θα προκύψει εξ ανάγκης και με στοιχεία προσωρινότητας και θα έχει άλλες προτεραιότητες στο πρόγραμμά της ενδέχεται να αντιμετωπιστεί με σκεπτικισμό από τους διεθνείς οίκους και να προκαλέσει αναβολή στις αποφάσεις τους για ευθετότερο χρόνο κατά τον οποίο θα αξιολογηθούν εκ νέου οι επιδόσεις της νέας κυβέρνησης.
Μια ανάσα…
Υπό αυτά τα δεδομένα, έως τώρα, έγιναν οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου το 2022 από τους οίκους DBRS και S&P και στις αρχές του 2023 από τον Fitch. Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις από τους προαναφερθέντες οίκους είναι πλέον στο ΒΒ+/ΒΒ-high, δηλαδή μόλις μία βαθμίδα (notch) κάτω από το όριο της επενδυτικής κατηγορίας, το οποίο προσδιορίζεται στο ΒΒΒ-/Baa3/BBB-low.
Οποιαδήποτε αξιολόγηση από αυτούς τους οίκους αν ξεπεράσει το όριο, εντάσσει αυτομάτως ξανά τη χώρα στην επενδυτική βαθμίδα.
Αλλά ακόμα κι αν δεν εκπληρωθεί ο χρησμός της Goldman Sachs ότι την Παρασκευή 21 Απριλίου η Standard and Poor’s θα αναβαθμίσει το αξιόχρεο της χώρας, αρκεί και μία μόνο επόμενη αναβάθμιση για να κάνει μέσα στο 2023 η Ελλάδα το μεγάλο άλμα προς την περιβόητη επενδυτική βαθμίδα.
Τεχνικά είμαστε έτοιμοι, κι αν δεν είχαμε μπροστά μας την εκλογική αναμέτρηση η αναβάθμιση δεν θα είχε κανένα εμπόδιο και λόγο αναβολής.
Ούτως ή άλλως, είναι θέμα λίγου χρόνου να συμβεί και να ανακτήσει η Ελλάδα την επιστροφή της μετά από πολλά χρόνια στο κλαμπ των χωρών που εμπιστεύονται οι αγορές χωρίς αστερίσκους, υποσημειώσεις ή εγγυήσεις από τρίτους.
Αμέσως τα οικονομικά οφέλη από την αναβάθμιση στη μεγάλη κατηγορία θα φτάσουν ή και θα ξεπεράσουν το 1 δισ. ευρώ ετησίως για το Δημόσιο, τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, λόγω της αποκλιμάκωσης της πίεσης για ακριβό δανεισμό από το 2024 και τα επόμενα πολλά χρόνια.
Ευρύτερα, όμως, συνιστά μια ποιοτική μεταβολή και τεράστιο άλμα που το έχει απόλυτη ανάγκη η χώρα μετά από δεκαετίες απαξίωσης, αφού θα μπει ξανά στα ραντάρ των πιο ποιοτικών επενδυτών του πλανήτη. Και αυτό με τη σειρά του θα αναγκάσει το ελληνικό κράτος να βελτιώσει τους θεσμούς και τη λειτουργία του, να αναβαθμίσει το παραγωγικό πρότυπο, το επιχειρηματικό περιβάλλον, αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό του μεταμορφώνοντας τη χώρα προς όφελος όλων.
Είναι πολλά τα λεφτά
Υστερα από δώδεκα σερί αναβαθμίσεις από το 2019 και μετά, η επικείμενη ανακοίνωση θα είναι η τελευταία από οίκους αξιολόγησης μέσα στην τετραετία διακυβέρνησης που ολοκληρώνεται.
Αν και πολιτικά θα επιθυμούσαν διακαώς μια ψήφο εμπιστοσύνης από το εξωτερικό, στο οικονομικό επιτελείο λένε ότι «θα ήταν τεράστια έκπληξη να ανακοινώσει αναβάθμιση η S&P, μόλις έναν μήνα προτού στηθούν κάλπες στη χώρα» και ενώ μαίνεται θύελλα διεθνώς με τσουνάμι αυξήσεων επιτοκίων, κίνδυνο ύφεσης, πόλεμο στην Ευρώπη και τράπεζες-κολοσσούς να «σκάνε» σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη.
Για τον πολιτικό κίνδυνο και το ενδεχόμενο παρατεταμένης ακυβερνησίας έχουν προειδοποιήσει επανειλημμένως στο παρελθόν οι οίκοι αξιολόγησης. Συνεπώς, μπορεί η S&P και με τη σειρά τους οι άλλοι οίκοι να επιλέξουν στάση αναμονής για να περάσουν οι εκλογές και να αποφανθούν για την πορεία και την τύχη της χώρας.
Καθώς όλοι συμφωνούν ότι, αν δεν υπάρξει ξαφνικό πισωγύρισμα, αρκεί και μόλις ένα σκαλί αναβάθμισης για να βρεθεί ξανά η Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα, από τη στιγμή που θα την ανακτήσει, αυτό θα σημαίνει ότι:
α) οι επιχειρήσεις θα δανείζονται με χαμηλότερα επιτόκια στα ομολογιακά δάνεια που εκδίδουν, συγκλίνοντας προς τα επιτόκια (και την αξιοπιστία) με τα οποία τιμολογούνται οι τίτλοι που υπογράφει και εκδίδει η Ελληνική Δημοκρατία.
β) το Ελληνικό Δημόσιο θα δανείζεται φθηνότερα μόλις ηρεμήσουν οι διεθνείς αγορές από τις απανωτές αυξήσεις στα τραπεζικά επιτόκια. Ηδη τις τελευταίες ημέρες το ελληνικό 10ετές ομόλογο τιμολογείται με 4,1%-4,2%, όσο δηλαδή και αυτό της Ιταλίας. Η μεγάλη διαφορά θα φανεί όταν τεράστια διεθνή funds θεσμικών επενδυτών (των οποίων οι εσωτερικοί κανονισμοί δεν επιτρέπουν στις διοικήσεις τους να επενδύουν κεφάλαια σε τίτλους «σκουπίδια», αλλά πρέπει να επιλέγουν μόνον όσα φέρουν τη σφραγίδα της επενδυτικής βαθμίδας) θα ξεκινήσουν να αγοράζουν και πάλι μετά από δεκαετίες ελληνικά ομόλογα.
γ) μεγάλα θεσμικά funds θα μπορέσουν επίσης να κάνουν ξανά την είσοδό τους στο ελληνικό Χρηματιστήριο, καθώς δεν θα απαγορεύεται πλέον από το καταστατικό τους.
δ) μόλις η στροφή ποιοτικών επενδυτών προς την Ελλάδα γίνει η νέα τάση στις αγορές, αναμένεται και άλλα θεσμικά funds -από τα χιλιάδες που δραστηριοποιούνται σε όλο τον κόσμο- να τοποθετηθούν, μετά τα μόλις δύο ή τρία που έχουν ήδη λάβει πρώτα θέσεις στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.
Βασική προϋπόθεση όμως, όπως όλοι τονίζουν, είναι να συνεχιστεί το θετικό momentum για την ελληνική οικονομία και να μη διαταραχθούν οι οικονομικές επιδόσεις της από μια παρατεταμένη εκλογική περίοδο.
Και το κυριότερο, όπως λένε, είναι να προκύψει μια κυβέρνηση που θα εγγυάται σταθερότητα και στοχοπροσήλωση στους βασικούς στόχους τόσο για τον ρυθμό ανάπτυξης όσο και για τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων.
Μια κυβέρνηση που θα προκύψει εξ ανάγκης και με στοιχεία προσωρινότητας και θα έχει άλλες προτεραιότητες στο πρόγραμμά της ενδέχεται να αντιμετωπιστεί με σκεπτικισμό από τους διεθνείς οίκους και να προκαλέσει αναβολή στις αποφάσεις τους για ευθετότερο χρόνο κατά τον οποίο θα αξιολογηθούν εκ νέου οι επιδόσεις της νέας κυβέρνησης.
Μια ανάσα…
Υπό αυτά τα δεδομένα, έως τώρα, έγιναν οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου το 2022 από τους οίκους DBRS και S&P και στις αρχές του 2023 από τον Fitch. Οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις από τους προαναφερθέντες οίκους είναι πλέον στο ΒΒ+/ΒΒ-high, δηλαδή μόλις μία βαθμίδα (notch) κάτω από το όριο της επενδυτικής κατηγορίας, το οποίο προσδιορίζεται στο ΒΒΒ-/Baa3/BBB-low.
Οποιαδήποτε αξιολόγηση από αυτούς τους οίκους αν ξεπεράσει το όριο, εντάσσει αυτομάτως ξανά τη χώρα στην επενδυτική βαθμίδα.
Ακόμα κι αν χαθεί όμως, λόγω των εκλογών, το ραντεβού της 21ης Απριλίου, ο S&P θα δώσει το στίγμα των προβλέψεών του για τη χώρα. Το ίδιο μπορεί να πράξει και ο Fitch στις 9 Ιουνίου, ακριβώς στο μεσοδιάστημα της πρώτης και της δεύτερης κάλπης.
Τα επόμενα βήματα
Αν δεν έρθει από Fitch και Standard & Poor’s η αναβάθμιση, παράθυρο ανοίγει ξανά μετά τις εκλογές: στις 8 Σεπτεμβρίου ο καναδικός οίκος DBRS θα ανακοινώσει αν η χώρα μας θα ανέβει το σκαλοπάτι που τη χωρίζει από την επενδυτική βαθμίδα στη δική του κλίμακα αξιολόγησης.
Αν χαθεί και αυτή η ευκαιρία, η επόμενη αξιολόγηση είναι προγραμματισμένη για τις 15 Σεπτεμβρίου από τον οίκο Moody’s. Ο συγκεκριμένος, όμως, θεωρείται μάλλον «άσφαιρος», καθώς είναι ο μόνος από τους τέσσερις μεγάλους ξένους οίκους που κρατά τη χώρα μας τρία σκαλιά μακριά από την επενδυτική βαθμίδα. Οπότε -αν και απίθανο- μόνο με τριπλή αναβάθμιση μπορεί να καλύψει όλη την απόσταση μέσα στο 2023.
Επόμενο και τελευταίο ραντεβού το 2023 για την επενδυτική βαθμίδα της χώρας μας δίνει και πάλι η S&P σε έξι μήνες (στις 20 Οκτωβρίου) σφραγίζοντας τη χρονιά με το στίγμα όλων των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων που θα έχουν έως τότε υπάρξει.
Για το 2024, πάντως, ειδικά για τη χώρα μας, ζητούμενο είναι επενδυτική βαθμίδα να προσδώσουν τουλάχιστον δύο οίκοι αξιολόγησης, ώστε μετά τις 31/12/2024, οπότε ολοκληρώνεται το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, να γίνονται δεκτά ως collateral τα ελληνικά κρατικά ομόλογα.
Τα επόμενα βήματα
Αν δεν έρθει από Fitch και Standard & Poor’s η αναβάθμιση, παράθυρο ανοίγει ξανά μετά τις εκλογές: στις 8 Σεπτεμβρίου ο καναδικός οίκος DBRS θα ανακοινώσει αν η χώρα μας θα ανέβει το σκαλοπάτι που τη χωρίζει από την επενδυτική βαθμίδα στη δική του κλίμακα αξιολόγησης.
Αν χαθεί και αυτή η ευκαιρία, η επόμενη αξιολόγηση είναι προγραμματισμένη για τις 15 Σεπτεμβρίου από τον οίκο Moody’s. Ο συγκεκριμένος, όμως, θεωρείται μάλλον «άσφαιρος», καθώς είναι ο μόνος από τους τέσσερις μεγάλους ξένους οίκους που κρατά τη χώρα μας τρία σκαλιά μακριά από την επενδυτική βαθμίδα. Οπότε -αν και απίθανο- μόνο με τριπλή αναβάθμιση μπορεί να καλύψει όλη την απόσταση μέσα στο 2023.
Επόμενο και τελευταίο ραντεβού το 2023 για την επενδυτική βαθμίδα της χώρας μας δίνει και πάλι η S&P σε έξι μήνες (στις 20 Οκτωβρίου) σφραγίζοντας τη χρονιά με το στίγμα όλων των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων που θα έχουν έως τότε υπάρξει.
Για το 2024, πάντως, ειδικά για τη χώρα μας, ζητούμενο είναι επενδυτική βαθμίδα να προσδώσουν τουλάχιστον δύο οίκοι αξιολόγησης, ώστε μετά τις 31/12/2024, οπότε ολοκληρώνεται το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, να γίνονται δεκτά ως collateral τα ελληνικά κρατικά ομόλογα.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Βία ανηλίκων: Άµεσα µέτρα της κυβέρνησης, ”στη μάχη” και η πλατφόρμα ”Safe Youth”
15.10.2024 - 4:00 μμ
H νίκη Ανδρουλάκη, νίκη της πολιτικής σταθερότητας
15.10.2024 - 3:00 μμ