ΕΛΛΑΔΑ - 17/11/2023 - 10:30 πμ
Γιατί καταντήσαμε τη μνήμη του “Πολυτεχνείου” ένα πουκάμισο αδειανό;
Πενήντα επέτειοι μέχρι σήμερα, πενήντα εορτασμοί του “Πολυτεχνείου” έχουν εορταστεί με εντελώς πανομοιότυπο τρόπο. Συνηθέστατα δε, οι επίσημοι εορτασμοί συμπληρώνονται από τους επίσης καθιερωμένους ανεπίσημους: δηλαδή με περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένα και βίαια επεισόδια, με καταστροφή περιουσιών, αυτοκινήτων ή καταστημάτων που απλώς έτυχε να βρίσκονται εκεί δίπλα εύκαιρα για να εξυπηρετήσουν το μένος των μπαχαλάκηδων της Αθήνας, οι οποίοι προφανώς ουδέποτε είχαν την πρόθεση και το ενδιαφέρον να συμμετάσχουν σε όλο αυτό από ευαισθησία στη μνήμη μιας εξέγερσης που αμφιβάλω έντονα αν γνωρίζουν πότε, από ποιους και γιατί έγινε ακριβώς.
Προκάτ εορτασμοί
Στο πολιτικό επίπεδο, η Αριστερά, από την πλευρά της, θα επιχειρήσει ακόμη μια φορά να καπηλευτεί προς αποκλειστικό της όφελος την επέτειο, θεωρώντας ότι είναι η κατεξοχήν “δική της” γιορτή, και ότι πρέπει να έχει την πρωτοκαθεδρία στους εορτασμούς της. Η δε Δεξιά θα κάνει, πιθανότατα, ακόμη μια φορά λόγο για την προδοσία των ιδανικών του ανιτχουντικού αγώνα από την “γενιά του Πολυτεχνείου” που απογοήτευσε με την πολιτική της παρουσία στα κοινά, στη μεταπολιτευτική περίοδο. Τέλος, στις γιορτές των σχολείων, η ρουτίνα του εορτασμού θα είναι ακόμη πιο βαρετή και προκάτ, καθώς θα περιοριστεί σε ολίγον επικολυρικό Θεοδωράκη ή Ρίτσο (ίσως και λίγο Λοϊζο και Ξυλούρη), μαζί με χιλιοειπωμένες και γενικόλογες κοινοτυπίες για τον ηρωικό αγώνα των φοιτητών και του “ελληνικού λαού” κατά της χούντας. Αντιθέτως, ελάχιστοι θα είναι οι καθηγητές που θα διαθέτουν την κατάλληλη ιστορική παιδεία ώστε να εξηγήσουν τι πραγματικά έγινε, όχι μόνο εκείνες τις μέρες, αλλά και πριν και μετά την κατάληψη του Πολυτεχνείου, και εντέλει πως πραγματικά εντάσσεται το όντως σημαντικό αυτό γεγονός στην περίοδο της επταετούς δικτατορίας των Συνταγματαρχών.
Ευθύνες έχει σε αυτό φυσικά και η επαγγελματική ιστοριογραφία που, με λίγες εξαιρέσεις, είχε μέχρι πρόσφατα ελάχιστα ερευνήσει επιστημονικά το ζήτημα, καθώς ακόμη πρυτάνευαν οι προσωπικές μαρτυρίες και ερμηνείες των πρωταγωνιστών και των αυτόπτων μαρτύρων της περιόδου. Στην πραγματικότητα, αν σκηνοθετούνταν κάτι όλα αυτά τα χρόνια των εορτασμών δεν ήταν παρά μια παρωδία “Πολυτεχνείου”, που λίγη σχέση είχε με το αυθεντικό γεγονός, μόνο και μόνο για να ασκούνται οι νεώτερες γενιές σε μια επαναστατική γυμναστική που υποτίθεται τους βοηθούσε στην κατεύθυνση της ριζοσπαστικοποίησης. Αυτό όμως που έκανε ήταν εντέλει να προσβάλει τη μνήμη της πραγματικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου, που δεν ήταν κάτι απλό απέναντι σε ένα αυταρχικό στρατιωτικό καθεστώς, καθώς και των πραγματικών αγώνων των φοιτητών που έπαιξαν κορώνα-γράμματα το κεφάλι τους, ενώ οι περισσότεροι εξ αυτών έμειναν συνειδητά αφανείς και ουδέποτε επιδίωξαν κατόπιν την εξαργύρωση του αγώνα τους με οφίκκια και προσωπική προβολή.
Η κατάχρηση της μνήμης
Θα πει κανείς, πάντως, ότι οι σημαντικές “εθνικές” επέτειοι φορτώνονται πάντα με πολλή ιδεολογία. Από μια άποψη, είναι κάτι αναπόφευκτο και αναμενόμενο, διότι αυτή πρέπει να είναι και η λειτουργία τους ως εργαλεία δημόσιας μνήμης και άρα εμψύχωσης των κοινωνιών στο παρόν και το μέλλον. Ωστόσο, αν κρίνουμε και από τους εορτασμούς των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 ή από τα 100 χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή, όπου έγιναν η αφορμή για μια πολύ ουσιαστική δημόσια συζήτηση γύρω από το σημερινό νόημά τους (για να μην αναφερθούμε στις σημαντικές σχετικές μελέτες που γράφτηκαν με την αφορμή αυτή), μπορούμε να πούμε ότι η επέτειος του Πολυτεχνείου υφίσταται την χειρότερη μεταχείριση από όλες τις επίσημες επετείους του κράτους.
Δεν είναι φυσικά άσχετο το γεγονός ότι πρόκειται για μια κατ’ ουσίαν ζώσα μνήμη, από την στιγμή που οι πρωταγωνιστές της βρίσκονται ακόμη εν ζωή και μάλιστα συχνά είναι ενεργοί με διαφόρους τρόπους στο δημόσιο βίο. Μάλλον, υπάρχουν ακόμη αρκετά πράγματα που διακυβεύονται στο συμβολικό επίπεδο. Όμως δεν φταίει μόνο αυτό. Αν το “Πολυτεχνείο” έχει υπερπολιτικοποιθεί και κομματικοποιηθεί τόσο έντονα στα χρόνια μετά το 1974 είναι διότι, κυρίως με ευθύνη της Αριστεράς, μετατράπηκε ουσιαστικά στον καταγωγικό μύθο της μεταπολίτευσης. Ήταν σαν να μας έλεγαν ότι όλα όσα έγιναν στο καθεστώς της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας θα έπρεπε να συνδιαλέγονται διαρκώς με το ιδρυτικό γεγονός της νέας εποχής, δηλαδή με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, και με τα αιτήματα, τα όνειρα και τα ιδανικά της. Και ήταν σαν να μας έλεγαν επίσης ότι από τη στιγμή που τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με την επαναστατική έκσταση όσων βρέθηκαν στην κατάληψη εκείνο το τριήμερο, όλα όσα ακολούθησαν αργότερα με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, είναι περίπου ημίμετρα και παρηγοριά στον άρρωστο -εξ ου και οι πιο θερμόαιμοι του χώρου συνεχίζουν και σήμερα να κραυγάζουν με κάθε ευκαιρία ότι “η χούντα δεν τελείωσε το ’73”. Με άλλα λόγια, το δημοκρατικό όραμα των εξεγερθέντων ποτέ δεν μπόρεσε έκτοτε να ευοδωθεί με πλήρη τρόπο.
Όχι άσχετο με αυτή την επαναστατική απογοήτευση είναι και η αποθέωση της κατάληψης κάθε χώρου έκτοτε (σχολείων, πανεπιστημίων, δημόσιων ή ιδιωτικών κτηρίων κλπ) ως μέσο, όχι μόνο διεκδίκησης πάσης φύσεως αιτημάτων, αλλά και προσπάθειας αναβίωσης εκείνης της υποτιθέμενης “αρχέγονης” πολιτικής εμπειρίας που έχει εντόνως μυθοποιηθεί. Όπως δεν είναι άσχετο ότι παρομοιάζεται διαρκώς και με “χούντα” οποιοδήποτε μέτρο μιας κυβέρνησης δεν εγκρίνουμε. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είχε ωστόσο 24 νεκρούς και πάνω από 100 τραυματίες από σφαίρες ενός στρατοκρατικού καθεστώτος απέναντι στο οποίο ήταν σύσσωμος όλος ο πολιτικός κόσμος και οι παρατάξεις της εποχής -έστω κι αν δεν μπόρεσαν να κάνουν πολλά για να το ρίξουν. Είναι ντροπή αν μη τι άλλο, στη μνήμη εκείνων των θυμάτων να την επικαλούνται σήμερα με τόσο φθηνό τρόπο κάποιοι “αντάρτες της πορδής με τα λεφτά του μπαμπά” που λέει και το τραγούδι του Πορτοκάλογλου.
Πενήντα χρόνια τώρα, η μεγαλύτερη γενιά “παίζει” εμφύλιο και η μικρότερη παίζει “Πολυτεχνείο”, μετατρέποντας σε κουρέλια και πουκάμισα αδειανά επετείους με μεγάλη σημασία για το συλλογικό φαντασιακό μας. Θα ήταν γελοίο και γραφικό αν δεν οδηγούσαν στην εμπέδωση μιας διάχυτης κουλτούρας τζάμπα αντισυστημισμού που μας έχει συχνά κοστίσει ακριβά ως κοινωνία, ιδίως την τελευταία δεκαετία. Δεν είναι συνεπώς και τόσο γραφικό.
Δεν φταίει σε αυτό η μνήμη του “Πολυτεχνείου” αλλά η κατάχρηση της μνήμης αυτής. Η δραματικότητα και η κοινωνική αξία ενός ιστορικού γεγονότος διαφυλάσσεται στον χρόνο μόνο όταν γίνει αντικείμενο εσωτερίκευσης από τις κοινωνίες και κανανοηθεί η παρακαταθήκη του, όχι όταν βιώνεται διαρκώς και επαναλαμβανόμενα με υστερία και εργαλειοποίηση για τις πρόσκαιρες ανάγκες του σήμερα. Αλλά είναι γνωστό ότι ως κοινωνία έχουμε μεγάλο πρόβλημα με την εσωτερίκευση και την στοχαστική σιωπή απέναντι σε όσα οφείλουμε να σεβόμαστε και να επεξεργαζόμαστε βαθύτερα.
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης